ἐπαγγέλματα

ἐπαγγέλματα
ἐπάγγελμα
promise
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επαγγελματικός προσανατολισμός — Κοινωνική υπηρεσία που προσφέρει διευκρινίσεις και συμβουλές σχετικά με την εκλογή της σχολικής κατεύθυνσης, σε συνάρτηση με αυτήν της επαγγελματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας του καθενός και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… …   Dictionary of Greek

  • παραϊατρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε επαγγελματική απασχόληση βοηθητική τών γιατρών («παραϊατρικά επαγγέλματα» κλάδος επαγγελμάτων βοηθητικών τού έργου τού γιατρού στη διάγνωση και θεραπεία τών ασθενών, όπως είναι λ.χ. οι παρασκευαστές… …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… …   Dictionary of Greek

  • τεχνικός — ή, ό / τεχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. μόνο ως ουσ. και τεχνικός Ν [τέχνη] 1. σχετικός με την τέχνη γενικά ή με μια ορισμένη τέχνη («τεχνικοί όροι» καθιερωμένες ονομασίες που αναφέρονται στις λεπτομέρειες τών τεχνών ή μιας τέχνης) 2. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”